μεταποιήσιμος

μεταποιήσιμος
ος, ο[ν], μεταποιήτός, ή , ό[ν] поддающийся переделке, переработке, преобразованию

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεταποιήσιμος" в других словарях:

  • μεταποιήσιμος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταποιήσει, αυτός που επιδέχεται μεταποίηση («μεταποιήσιμο υλικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

  • μεταποιητός — ή, ό [μεταποιώ] 1. μεταποιήσιμος 2. αυτός που έχει προέλθει από μεταποίηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»